ORAL HISTORY ARCHIVE

Name (Ονοματεπώνυμο): Goztaᶊi Teyfik / Γκοζτάσι Τεϊφίκ
Sex (Φύλο): Male (Άνδρας)
Year of Birth (Έτος Γέννησης): Before (Πριν το) 1960
Place of Birth (Τόπος Γέννησης): Paphos (Πάφος)
Nationality (Ιθαγένεια): Cypriot (Κυπριακή)
Community (Κοινότητα): Turkish-Cypriot (Τουρκοκυπριακή)
Occupation (Επάγγελμα): Private Employee (Ιδιωτικός Υπάλληλος)
Refugee (Πρόσφυγας): Yes (Ναι)
Language (Γλώσσα Καταγραφής): Greek (Ελληνική)
Related to Killed or Enclaved or Missing persons (Σχετίζεται με Σκοτωμένους ή Εγκλωβισμένους ή Αγνοούμενους): Yes (Ναι)
Serving the army in some capacity at the time (Υπηρετούσε στο στρατό με κάποια ιδιότητα κατά την περίοδο εκείνη):
Lived in Refugee Camp (Έζησε σε Προσφυγικό Καταυλισμό): No (Όχι)

Σημείωση: Κύρια αναφορά στο 1960-1963.
Nikoletta Christodoulou: Τεϊφίκ, …Θέλω να μου…πεις ξανά [από] το ’60 [όταν]… έψαχνες δουλειά.
Teyfik Goztaᶊi: Να σου πω από το ’60 μέχρι το ’62… Το ’62… πήρα δουλειά στα Λίμνη Μάιν Ινκορπορέισιον, δηλαδή σε ένα αγγλικό μεταλλείο όπου εργάζονταν μαζί Τούρκοι και Έλληνες. Ήταν περίπου …εκατόν πενήντα Έλληνες και καμιά πενηνταριά Τούρκοι. Άρχισα εκεί δουλειά στο γραφείο [στο οποίο]  ήμουν ο μόνος Τούρκος. Οι άλλοι όλοι ήταν Έλληνες και ο διευθυντής μας Άγγλος... Τότε ήταν…αγγλική εταιρία.
Ερευνήτρια: Πώς σας προσέλαβαν;… 
T. Gozta: … Ήθελαν έναν υπάλληλο [γιατί οι περισσότεροι] που εργάζονταν εκεί ήταν… εργάτες. Οπότε οι υπάλληλοι ήταν λίγοι. Οι υπάλληλοι λοιπόν μας έβαλαν να δακτυλογραφήσουμε μια…έκθεση, ένα μήνυμα. Ήμουν ο μόνος Τούρκος μαζί με εφτά Έλληνες. Μου έδωσαν, λοιπόν, το μήνυμα και μέσα σε ένα λεπτό το είχα γράψει. Δεν κοίταζα τα χέρια μου γιατί ήξερα να γράψω [σε αντίθεση με τους άλλους] που έκαναν περισσότερο από μισή ώρα, όση δηλαδή τους είχαν δώσει…
Ερευνήτρια: Επειδή πήγαινες εμπορικό λύκειο έκανες μαθήματα δακτυλογραφίας;…
T. Gozta: Ναι, μάλιστα. Επίσης μου έδωσαν ένα μήνυμα τούρκικο για να το μεταφέρω στα ελληνικά. Και εκείνο το έκανα. Εκείνοι δεν ήξεραν καθόλου τούρκικα [και τελικά προσέλαβαν] εμένα στη δουλειά. Δηλαδή ύστερα από interview, μας έκαναν και αγγλικά. Τα αγγλικά μου …εκείνο τον καιρό ήταν πιο λίγα διότι στο σχολείο δεν…[έμαθα πολλά]….…
Ερευνήτρια: Δεν έδινες σημασία.
T. Gozta: Ναι. Άρχισα δουλειά περίπου τον Αύγουστο του ’63. Δεν πέρασαν τρεις-τέσσερεις μήνες άρχισαν οι φασαρίες…Έμενα στην πόλη. Δηλαδή από την πόλη ως τη δουλειά ήταν περίπου τρία μίλια, σχετικά κοντά. Ήμασταν όλοι, Τούρκοι και Έλληνες μιχτοί. Εδώ, για παράδειγμα, ήταν το δικό μου σπίτι και εδώ το σπίτι της Μαρίας...…Άρχισαν οι φασαρίες από τη Λευκωσία. Γύρισε η μέρα μας βλέπουν οι γείτονες μας και…φεύγουν. Δεν… μας μιλούσαν.…Ύστερα [από] δύο-τρεις μέρες έκλεισαν και τη δουλειά…
Ερευνήτρια: Έκλεισε εντελώς δηλαδή;
T. Gozta: Την έκλεισαν διότι φοβούνταν να πάνε δουλειά... …Εκείνο τον καιρό εγώ ήμουν λογιασμένος… [και] έμενα στην πόλη [στο σπίτι της] αρραβωνιαστικιάς μου. [Πέρασαν] δύο-τρεις μήνες …[και] οι γείτονες μας ακόμη δεν μας μιλούσαν… Μια νύχτα πήραν τα όπλα να μας σκοτώσουν... Εμείς… οι Τούρκοι ήμασταν λίγοι, δηλαδή γύρω στους πεντακόσιους από…τα χίλια πεντακόσια άτομα συνολικά που ζούσαμε εκεί... Στα άλλα χωριά, από δω, ήταν όλοι Έλληνες. Τα τούρκικα χωριά ήταν μικρά και λίγα…
Ερευνήτρια: Φοβόσασταν; Δηλαδή νιώθατε από όλους του Έλληνες αυτό το πράγμα; 
T. Gozta: Όταν βλέπεις τους γείτονές σου που τρώγατε και πίνατε μαζί …[να έρχονται τη νύχτα να σε [σκοτώσουν] [φοβάσαι]. [Τελικά]…φύγαμε από τα σπίτια μας το ’63 με τα ρούχα που φορούσαμε. Θυμάμαι πήγαμε έξω από το τουρκικό λύκειο ……Εκεί είχαν [μαζευτεί] και καμιά εικοσαριά άλλες οικογένειες Τούρκων…
Ερευνήτρια: Δηλαδή εκείνο το πρωί σηκωθήκατε, ξυπνήσατε και είπατε πρέπει να φύγουμε; Τι είχε γίνει; 
T. Gozta: Διότι κάθε πρωί ήταν έτσι. Κάθε μέρα ήμασταν κλεισμένοι στα σπίτια μας, δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω. Τη νύχτα [είχε πυροβολισμούς], τι να κάναμε. Ή θα μας σκότωναν ή θα έπρεπε να φεύγαμε...
(Διακοπή)
T. Gozta: 21 του Δεκέμβρη ήρθαν, μας φόβιζαν και μας πυροβολούσαν…Αυτό διήρκεσε [περίπου] ένα μήνα. Το Φεβρουάριο του ’64 αποφασίσαμε να φύγουμε και να πάμε στο σχολείο [που σας είπα]…
(Διακοπή)
T. Gozta: Όταν πήγαμε πάνω… στο σχολείο μέναμε τέσσερεις οικογένειες μέσα σε μια κάμαρη. Εν τω μεταξύ είχαμε ένα βουλευτή Τούρκο στην περιοχή μας... Πέρασαν μια-δύο μέρες [και είχα σκεφτεί] να πάμε να μιλήσουμε με [τους υπεύθυνους] της πόλης για να κάνουμε μια συμφωνία να πάψουν οι φασαρίες. Πριν καμιά δεκαπενταριά μέρες είχαν πιάσει κάτι Έλληνες αιχμάλωτους στα Κόκκινα και πήγε αυτός [ο βουλευτής], μίλησε μαζί τους και τους άφησαν. Άμα είναι έτσι λέω να πάμε και εμείς να μιλήσουμε [για την κατάσταση] εδώ και να κάνουμε ειρήνη. Πήγαμε μαζί με τον κουνιάδο μου που ήταν και αυτός δάσκαλος. [Προτού ξεκινήσουμε] λέω της αρραβωνιαστικιάς μου ‘θα πάω στο σπίτι, να μαζέψω [κάποια ρούχα, γιατί] δεν έχουμε τίποτα να φορέσουμε’. Πήρα το ποδήλατο…πήγα στο σπίτι που μέναμε, μια απόσταση περίπου ένα μίλι. Όταν μπήκα μέσα …… είδα δύο-τρία άτομα Έλληνες να κλέβουν. Όταν με είδαν έφυγαν. Πήρα μια τσάντα έβαλα μέσα ρούχα, πήρα το ποδήλατο και επέστρεψα πίσω.
Ερευνήτρια: Ξέρατε αυτούς που ήταν μέσα;…
T. Gozta: Τους γνωρίζαμε…ήταν χωριανοί μας… Ύστερα [από] κανένα τέταρτο πήρα την τσάντα, έφυγα και στο δρόμο δεν είχε κανένα… [Εν τω μεταξύ την ώρα που] ήμουν κάτω στο σπίτι, ο κουνιάδος μου μαζί με…τον βουλευτή [είχαν βρεθεί για] να μιλήσουν. Τους πυροβόλησαν τελικά, αλλά εγώ δεν είχα ακούσει τους πυροβολισμούς…
Ερευνήτρια: Τους σκότωσαν δηλαδή;
T. Gozta: Ναι.
T. Gozta: … Καθώς πήγαινα, στον δρόμο, είδα το αυτοκίνητο του [βουλευτή] εκεί παρκαρισμένο [κοντά σε] μια μικρή εκκλησία. [Σταμάτησα] και λέω ‘τι δουλειά έχει αυτός ο άνθρωπος και ήρθε εδώ κάτω;’ Έστριψα με το ποδήλατο [και] είδα ένα περίπτερο. Εκεί [λέει κάποιος] ‘βρε να, ακόμα ένας.’ Μέχρι να βγουν αυτοί έστριψα και βγήκα στη δική μας περιοχή που ήταν Τούρκοι… Εκεί είδα έναν άνθρωπο [από] τους δικούς μας. ‘Βρε’ μου λέει ‘πυροβόλησαν τον Τσιγκή, το βουλευτή και το γαμπρό του Σουρκού’. Αυτός [έλεγε για μένα] αλλά ήταν ο γιός του. ‘Όχι’ του λέω ‘είμαι εγώ ο γαμπρός του’. ‘Πήγαιναν κάτω και τους πυροβόλησαν,’ μου λέει. Του λέω ‘είδα το αυτοκίνητο εκεί αλλά κανένα δεν είδα’… Όταν ήρθα πάνω έτρεξαν όλοι. ‘Τι τρέχει;’ μου λένε. Και τους τα είπα. Εκείνο τον καιρό δεν είχαμε ούτε United Nations ούτε τίποτα για να πάμε κάτω να…ρωτήσουμε τι είχε γίνει…[τι συνέβηκε]…
(Διακοπή)
Ερευνήτρια: Ήταν ο αδερφός σας δηλαδή;
T. Gozta: Όχι, αδερφός της [γυναίκας μου]. Τη νύχτα είπαν στην ελληνική τηλεόραση…ότι δύο Τούρκοι πήγαν να σκοτώσουν κάποιους και τους πυροβόλησαν.…
Ερευνήτρια: Πόσο… χρονών ήταν;…
T. Gozta: Ήταν 27-28 χρονών. Ο άλλος ο άνθρωπος ήταν παντρεμένος με τρία- τέσσερα παιδιά και εκείνος 35 χρονών.
(Διακοπή)
T. Gozta: …Ύστερα εμείς μελετήσαμε τη δουλειά, αλλά …δεν πιστέψαμε ότι τους σκότωσαν διότι δεν τους είδαμε. Δεν μας έφεραν [τις σωρούς τους]. Πέρασε πολύς καιρός έτσι. Κάναμε αίτηση στον Γρίβα…Είπαμε ότι έτσι και έτσι [έγινε και] ότι χάθηκαν. ‘Θέλουμε να μας βοηθήσετε. Είναι νεκροί; Αν είναι νεκροί δώστε μας [τις σωρούς τους]. Αν είναι ζωντανοί [πάλι να μας] τις δώσετε.’ [Μετά από]…περίπου ένα μήνα μας έγραψε μήνυμα ότι [διερεύνησε το θέμα] αλλά δεν βρήκε τίποτα. Δεν μας είπε ούτε αν είναι νεκροί ούτε αν είναι ζωντανοί. Πέρασε πολύς καιρός έτσι… Το ’65 έγινε ο πόλεμος…στα Κόκκινα. Εμείς ήμασταν όλοι στο σχολείο, περίπου πεντακόσια, εξακόσια άτομα…
Ερευνήτρια: Στο…Λύκειο;
T. Gozta: …Στο κάτω μέρος του Λυκείου είχε κάτι σπίτια με άλλες οικογένειες αλλά…μετά τα έκαναν παράγκες και σπίτια. Εμείς εκείνη τη μέρα περιμέναμε τι θα γίνει. Πρέπει να πέρασαν πεντακόσια αυτοκίνητα της Εθνικής Φρουράς, όλο στρατιώτες με όπλα και πήγαιναν να σκοτώσουν [τους Τούρκους] στα Κόκκινα. Εμείς καθόμασταν έτσι στο δρόμο όπως εδώ. ‘Στην επιστροφή θα κάτσουμε εδώ να πιούμε καφέ και ύστερα να σας σκοτώσουμε’ μας έλεγαν.
Ερευνήτρια: Ήταν Έλληνες;
T. Gozta: Ναι όλοι… Έκαναν πόλεμο εκεί δυο-τρεις μέρες. Από την πόλη στα Κόκκινα ήταν περίπου 20 με 25 μίλια. Τι γινόταν εκεί δεν βλέπαμε. Ακούαμε μόνο πυροβολισμούς.
Ερευνήτρια: Δεν διερωτόσασταν [τι γινόταν;] Δεν ακούατε τίποτα από κανέναν;… 
T. Gozta: … Δεν είχαμε τηλεόραση εκεί. Από τα ράδια [κάποτε, αλλά] δεν είχαμε άλλο τρόπο επικοινωνίας γι’ αυτό δεν μπορούσαμε να μάθουμε [πολλά πράγματα]. Μετά από τρεις-τέσσερεις μέρες η Εθνική Φρουρά που πέρασε και [μας απείλησε] τελικά φοβήθηκε και δεν πέρασε από κοντά μας……Εμείς δεν είχαμε πόλεμο…
Ερευνήτρια: Δεν ξέρατε εσείς ακόμα, δεν είχατε ακούσει πόσο μεγάλος ήταν ο [πόλεμος;]…
T. Gozta: Μετά καταλάβαμε. Ότι αν…νικούσε ο στρατός θα [τους] σκότωναν και [αυτούς]. Έτσι [όταν το έμαθαν μάλλον σταμάτησαν. Τέλος πάντων,…[πέρασαν] ένα-δύο χρόνια έτσι…
Ερευνήτρια: Γιατί όμως έγινε αυτό; Ακούσατε τίποτα; Σας είπε κανένας που πολέμησε και ήρθε πίσω τι συνέβηκε;…
T. Gozta: Όχι, κανένας… H Εθνική Φρουρά ήθελε να χαθούν τα Κόκκινα από τα χαρτιά διότι είναι … στρατηγικό σημείο γι’ αυτούς. Ήθελαν να έχουν εύκολη πρόσβαση. Αλλά όταν η Τουρκία έστειλε αεροπλάνα για να τα προστατεύσει έφυγε η Εθνική Φρουρά από εκεί. Αλλιώς θα τα έπαιρναν.
Γυναίκα του: Εμείς ήμασταν λίγοι. [Κάτι λέει που δεν καταλαβαίνεται].
T. Gozta: [Μετά]……άρχισε το μεταλλείο να δουλεύει και πάλι. Ξεκινήσαμε και εμείς ξανά δουλειά.
Ερευνήτρια: Ήσασταν εντάξει μεταξύ σας; Δηλαδή… μιλούσατε;
T. Gozta: Ναι. Διότι…ήμασταν μαζί. Μόνο εγώ… ήμουν πιο πριν σε άλλο γραφείο και έβγαινα για να…ελέγξω [περίπου] εκατό άτομα που δούλευαν. Εγώ [όμως είχα πει] του Εγγλέζου ότι αυτή τη δουλειά …δεν τη θέλω. ‘Γιατί βγαίνω από δω κάνω τέσσερα-πέντε μίλια [βόλτες] μέσα [και είναι επικίνδυνο]. Μπορεί να με πυροβολήσουν ή να με δείρουν. Φοβάμαι,’ του λέω. Μου λέει ‘τι να σου κάνω; Πού να σε βάλω; Θα σε…στείλω πάνω στο άλλο μεταλλείο.’ ‘Εντάξει, προτιμώ να πάω εκεί πάνω,’ του λέω. Πήγα και είδα μια μικρή παράγκα εκεί μέσα…που είχε … εξαρτήματα αυτοκινήτων ή των μηχανών που δούλευαν πάνω. [Εκεί, λοιπόν, άρχισα να δουλεύω]. Όταν χαλούσε οτιδήποτε έρχονταν εκεί και τους έδινα τα  [εξαρτήματα] για να τα φτιάξουν. Αλλά όπως σου είπα αν είχε δέκα Έλληνες που δούλευαν μαζί, είχε και τρείς-τέσσερεις Τούρκους [σε αναλογία]…Είχα και παρέα όταν δούλευα. Απέναντι από εκεί, περίπου πέντε- έξι μίλια στο πάνω μέρος είχε ένα τούρκικο χωριό…… Οι Έλληνες είχαν κάνει αίτηση να μας δώσουν εθνοφρουρά, γιατί φοβούνταν μήπως και έρθουν τη νύχτα οι Τούρκοι και μας πυροβολήσουν. Μας έδωσαν και εθνοφρουρά και μας πρόσεχε.
Ερευνήτρια: Είχε…φυλάκια δηλαδή;…
T. Gozta: Δεν ήταν φυλάκια. Αλλά καθόταν πάντα σε ένα τόπο κοντά στην τελευταία παράγκα απέναντι από το χωριό μήπως και έρθει κανένας από εκεί… Εμένα μου άρεσε να πηγαίνω να μιλώ μαζί τους. Το χειμώνα έπιαναν ένα βαρέλι, το γέμιζαν με ξύλα και άναβαν φωτιά. Κάθονταν εκεί και μιλούσαν μαζί με πέντε- έξι μηχανικούς που δούλευαν εκεί. Όταν έφευγα από το γραφείο μου πήγαινα και εγώ για κουβέντα… Μια φορά μιλούσαν για μια υπόθεση και εγώ είχα θυμηθεί μια ιστορία και τους την είπα. Όταν ήμουν … Γυμνάσιο … πήγαμε μαζί με ένα φίλο μου σε ένα περβόλι στο κάτω μέρος που είχε πορτοκάλια ή σύκα νομίζω …Ήμασταν περίπου  13-14 χρονών…. Το περβόλι ήταν περιφραγμένο με σύρμα και είχε μια τρύπα από την οποία περάσαμε…Εγώ βγήκα πάνω…στην πορτοκαλιά και ο φίλος μου πήγε κάτω σε άλλο σημείο. Παρατηρώ ένας άνθρωπος ερχόταν από κάτω με ένα μεγάλο σκύλο …Εγώ πετάχτηκα από το σύρμα και φώναξα στο φίλο μου ότι κάποιος έρχεται... Αυτός ήταν Έλληνας και έβαλε το σκύλο του να δαγκώσει τον φίλο μου……[Οι φρουροί με ρώτησαν αν του προτείναμε] να τον βοηθούμε να του μαζέψουμε εμείς πορτοκάλια και σύκα να φάει και εγώ τους λέω ‘όχι, ο πεζεβέγκης έβαλε το σκύλο να δαγκώσει …το μωρό και να το βοηθήσω;’… …[Τελικά ανακαλύψαμε ότι ο άνθρωπος με το σκύλο] ήταν αδερφός ενός…από τους στρατιώτες, φρουρούς που ήταν εκεί. ‘Εσύ ποιος είσαι που θα πεις…τον αδερφό μου πεζεβέγκη!’ μου λέει και γύρισε το όπλο πάνω μου. Εγώ το…άρπαξα από το χέρι του,  ήταν έξι άτομα εκεί και ένας εγώ εφτά. Όλοι έπεσαν στο πάτωμα. ‘Θα σας σκοτώσω τώρα,’ τους λέω. ‘Έτσι θέλετε;’ Εμείς…εκείνο τον καιρό ήμασταν μωρά 23-24 χρονών, δηλαδή αν είχα νου δεν θα έπαιρνα το όπλο… Ύστερα το έριξα εκεί και έφυγα. Οι άλλοι οι μηχανικοί [με υποστήριξαν λέγοντας αυτού που μου επιτέθηκε] ‘ο Τούρκος θα μας σκότωνε για το χατίρι σου εσένα …μια δουλειά δεν μπορείς να την κάνεις;’ …Τον έφαγαν από τα λόγια, εγώ είχα φοβηθεί και επέστρεψα στο γραφείο μου…
Την επόμενη μέρα ήρθε ο Εγγλέζος και του εξήγησα τι έγινε. …. Μου είπε να μην πηγαίνουμε ούτε εγώ ούτε οι μηχανικοί κοντά στους φρουρούς και να τους αφήσουμε να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να αναμιγνυόμαστε.
Ερευνήτρια: Δηλαδή αυτή η ιστορία με τις πορτοκαλιές έγινε όταν ήσουν Γυμνάσιο είπες;…
T. Gozta: Ναι. Και εγώ τους την είπα εκεί μετά από 20 χρόνια……Αν ήξερα όμως πως ο ένας ο φρουρός ήταν αδερφός του δεν θα την έλεγα… .
Δεν πέρασαν δύο-τρεις μέρες ………ήρθε ένας αξιωματικός…Έλληνας, όχι Κύπριος, Έλληνας…με το πιστόλι του, με τα όλα του και μου λέει, ‘εσύ αφού είσαι έτσι έλα να δούμε. Να βγάλω και το πιστόλι μου….να δούμε ποιος θα σκοτώσει ποιόν… Ποιος θα νικήσει’.
Ερευνήτρια: Να παλέψετε δηλαδή;
T. Gozta: Ναι. Ήρθε στη δουλειά μου και με βρήκε. Ήμασταν περίπου καμιά δεκαπενταριά άτομα εκεί. Δεν ήμουν μόνος μου. ‘Άκου να σου πω. Εγώ είμαι ένας υπάλληλος εδώ. Ούτε στρατιώτης είμαι ούτε…θέλω να μαλώσω με κανέναν ή θέλω να σκοτώσω κανέναν. Εσύ αν είσαι στρατιώτης και θέλεις να μαλώσεις πήγαινε βρες στρατιώτη άνθρωπο και κάνε ότι θέλεις’, του λέω. …’Αν θέλεις πήγαινε στα Κόκκινα που άκουσα ότι έχει Τούρκους στρατιώτες και κάνε με εκείνους ότι θέλεις. Μην…ασχολείσαι μαζί μου’, του είπα. Ύστερα μπήκαν και οι άλλοι στη μέση κλπ.…Την επόμενη μέρα το είπα στον διευθυντή μου τον Εγγλέζο. Αμέσως έκανε μια αίτηση και την έστειλε…Τελικά ήταν…αξιωματικός της περιοχής. Τον πήραν από εκείνη την περιοχή και τον έριξαν στη Λεμεσό. Πριν να φύγει πάλι, ήρθε μια μέρα εκεί πάνω  και μου λέει, ‘έκανες ξέρω εγώ τι έκανες…’ αλλά ήταν Καλαμαράς, στα πολλά…που μου έλεγε δεν τα καταλάβαινα. Και επειδή δεν καταλάβαινα γελούσα. Εκείνος…νόμιζε πως τον κορόιδευα και…θύμωνε περισσότερο. ‘Μα…τι, να με σκοτώσεις;…Θέλει έναν πλάσμα 60 χρονών να πεθάνει. Ας μην πεθάνει 60, ας πεθάνει 30. Γι ‘αυτό δεν φοβάμαι που θα πεθάνω’, του λέω…’Η ζωή σου θα πάει από μένα’, μου λέει. ‘Ευχαριστώ’, του λέω. [Γελά]. Τέλος πάντων. Έφυγε εκείνος και μετά από μια βδομάδα σκότωσαν έναν άλλο Τούρκο που εργαζόταν μαζί μας…
Ερευνήτρια: Αυτός ο ίδιος τον σκότωσε;
T. Gozta: Όχι δεν είδε… κανένας ποιός τον σκότωσε… … Ήταν Έλληνας ο δολοφόνος. Εγώ φοβήθηκα και …από το ‘66-‘67  δεν πήγαινα δουλειά και έμενα στο σπίτι μου…. Η απόφαση μου τελικά έκανε καλό. Μου είπαν να με ξανάπαιρναν πίσω στη δουλειά, αλλά όχι σε εκείνη τη θέση…Είχε ένα τόπο…στο Ζύγι… Μπιλάντζα ξέρεις τι είναι;
Ερευνήτρια: Ζυγαριά;…
T. Gozta: Ναι... Ας πούμε έρχεται το φορτηγό εσύ είσαι στην κάμαρη στέκεται εκεί το στρώμα από μέσα και το ζυγίζεις. Έρχονταν πέντε-έξι αυτοκίνητα κάθε μέρα από την Κερύνεια με ασβέστη. Έφερναν τον ασβέστη και τον έχυναν στο….… μεταλλείο…Πως λες το ;… μπακίρι στα Ελληνικά…
Ερευνήτρια: Δεν είμαι σίγουρη.…
T. Gozta: Δεν κατάλαβες τι σου λέω. Ήταν μεταλλείο, αλλά μεταλλείο… όχι με χρυσάφι… ούτε μπρούντζος…αλλά μπακίρι.
Ερευνήτρια: Θα βρω κανέναν να μου το εξηγήσει…Κάποιος θα ξέρει να μου πει.
T. Gozta: Λέγεται Μπακίρ μπατενέ στα Τούρκικα.
Ερευνήτρια: Εντάξει. Καλά.
T. Gozta: Έχυναν τον ασβέστη λοιπόν στα χώματα και το μπακίρι τον τραβούσε χωριστά. Αυτή ήταν η δουλειά μου. Και από εκεί έρχονταν πλοία και τα γέμιζαν και… το πουλούσαν. Προηγουμένως είχε έναν Έλληνα εκεί υπάλληλο που εργαζόταν και συμφώνησε με τους [κτυπώντας στο τραπέζι] ανθρώπους που φέρνουν τον…ασβέστη να έρχονται πέντε φορτηγά την ημέρα.
T. Gozta: Έρχονται…τρία φορτηγά …τα άδειαζαν στο μεταλλείο, τα δύο φορτηγά έρχονταν άδεια και τους έδιναν ένα χαρτί ότι έφεραν τόσους τόνους. Τα χρήματα τα μοίραζαν. …όταν πουλούσαν αλλού τον ασβέστη …Ας πούμε αν κόστιζε 200 λίρες εκείνος ο ασβέστης έπαιρναν από 100.…Δύο αυτοκίνητα 200. Εκείνο τον καιρό δούλευε ένα πλάσμα για…30, 40 λίρες και να παίρνεις την ημέρα 200 λίρες ήταν μεγάλο πράγμα.
Ερευνήτρια: Ναι.
T. Gozta: Εκείνος ο άνθρωπος…έχτισε κτήρια, σπίτια κλπ…Ο Εγγλέζος …δεν ήξερε ούτε βρήκε πως γινόταν αυτή η δουλειά. Μου είπε να με στείλει εκεί στη μπιλάνζα σ’ αυτόν τον άνθρωπο…παρόλο που δεν τον εμπιστευόταν και δεν τον ήθελε να μείνει εκεί. Εγώ δέχτηκα τελικά να πάω στα γραφεία που ήταν μεταξύ μεταλλείου που ήταν πάνω και γραφείο που ήταν κάτω, στη μέση δηλαδή σε ένα τόπο…Εκεί δούλεψα κανένα μήνα……Όταν έρχονταν και έφερναν τον ασβέστη τους, τραβούσα να πάρω εγώ το χαρτί που έλεγε ότι τόσους τόνους έφερναν. Εκείνος ο άνθρωπος ήθελε να με βάλει και μένα μέσα στις κομπίνες του και μου είπε, ’εσύ δεν θέλεις να κάνεις σπίτια και πολλά λεφτά;’ ‘Δεν θέλω’, του λέω εγώ. ‘Ρε μην είσαι τρελός’, μου λέει. Σε δύο-τρείς μήνες μου λέει, ‘δεν θέλεις άλλη δουλειά;’ Εγώ πήγα και τα είπα του Εγγλέζου. Ότι οι άνθρωποι έκαναν συμφωνίες και έπαιρναν λεφτά.
Ερευνήτρια: Τα μοίραζαν.
T. Gozta: Ναι. Παλιά…τον σταμάτησε από μια άλλη δουλειά που τον είχε βάλει προηγουμένως. Όταν άκουσε έτσι τον έδιωξε εντελώς από τη δουλειά. Μια μέρα αλλά μεταξύ μας να τα πούμε…εμείς εργαζόμασταν εκεί και νύχτα και όλη νύχτα περιμέναμε να μην έρθει κανένας να μας σκοτώσει…Ας πούμε οχτώ ώρες έχει η νύχτα, τρεις- τέσσερεις ώρες…… μέναμε άυπνοι. Διότι αν κοιμόμασταν θα έρχονταν στο σπίτι σου να σε σκοτώνουν. Πήγαινες δουλειά, καθόσουν πόσες ώρες. Πήγα μια μέρα έκατσα, είχα κάτι βιβλία και διάβαζα λίγο. Τη νύχτα άγρυπνοι, κοιμήθηκα εκεί, ήρθε ο Εγγλέζος άνοιξε την πόρτα, με είδε που κοιμόμουν, έβαλε…ένα φάκελο εκεί και έφυγε. Τον ανοίγω, βρήκα 30 λίρες. Εγώ ας πούμε 30 λίρες έπαιρνα σε ένα μήνα [και μου τα είχε βάλει σαν φιλοδώρημα] επειδή…δεν δέχτηκα να κάνω παλιοδουλειές με εκείνους…
Ερευνήτρια: Τη συμφωνία.
T. Gozta: …Ναι. Όταν τον έδιωξε εκείνον από τη δουλειά εγώ φοβήθηκα και σταμάτησα και εγώ . Από το ’68 ως το ’74 ήμασταν έτσι. Ούτε δουλειά ούτε τίποτε…
Από το ’60 ως το ’74 έγιναν πολλά πράγματα, αλλά…δεν μιλούν να τα πουν οι άνθρωποι. Και οι κυβερνήσεις το ίδιο. Και σας η κυβέρνηση σας λέει ότι όλα αρχίζουν από το ’74. Μα δεν αρχίζεις από εκεί…Εμείς από το ’63 γίναμε πρόσφυγες. Σαν εμάς ακόμη …105 χωριά.
Το  ’67 περίπου πήρα μια εταιρία από τη Λευκωσία και άνοιξα ένα μικρό γραφείο …για ασφάλειες, γιατί τότε δεν είχαμε Τούρκικη ασφάλεια. Έκανα ασφάλειες λοιπόν και… πουλούσα αεροπορικά εισιτήρια. ….Εκείνο τον καιρό έφευγαν πολλοί για το Λονδίνο, την Αυστραλία κλπ… γιατί δεν είχε δουλειές. . Οι νέοι ήθελαν να δουλέψουν και να χτίσουν τα σπίτια τους οπότε πήγαιναν στους έμπορες να τους δώσουν σάκους με τσιμέντο και δεν τους έδιναν. Τους έλεγαν ‘δεν σας δίνουμε γιατί θα τα κάνετε φυλάκια’. …Έτσι δεν έμειναν οι νέοι, βαρέθηκαν και έφευγαν... Πριν ανοίξω το γραφείο δούλευα για τους Τούρκους έκοβα…έκοβα εισιτήρια και έπαιρνα 5 λίρες κάθε εισιτήριο που τους έκοβα μετά όμως βρήκα από δω στην ελληνική πλευρά μια άλλη εταιρία που μου έδινε 20 λίρες για κάθε…εισιτήριο…
Ερευνήτρια: Αυτό ήταν …το κέρδος σου;
T. Gozta: Ναι…Ας πούμε τότε ένα εισιτήριο για την Αυστραλία κόστιζε 200-300 λίρες… Αν πουλούσα 2 εισιτήρια τον μήνα ήταν καλά…
Ερευνήτρια: Έφευγαν πολλοί; Πόσοι περίπου; …
T. Gozta: Μόνο…από την… δική μου περιοχή έκοβα κάθε μήνα δύο-τρία εισιτήρια ας πούμε. Δηλαδή σε ένα χρόνο σαράντα-πενήντα άτομα περίπου έφευγαν από την Κύπρο… Και από άλλους τόπους το ίδιο. Μετά άκουσα ότι είχε ένα ταξιδιωτικό δικό σας γραφείο  που έκοβε εισιτήρια στους Τουρκοκύπριους …δωρεάν…για να φύγουν. Δηλαδή βασικά…υποστήριζαν την κυβέρνηση.
Ερευνήτρια: Δηλαδή τους ήθελαν να φεύγουν και έκοβαν δωρεάν μόνο στους Τουρκοκύπριους;
T. Gozta: Ναι, επίτηδες.
Ερευνήτρια: Μάλιστα.
T. Gozta: Τέλος πάντων ήρθαμε ως τις…  15 του… Ιουλίου…
Ερευνήτρια: Η Χούντα από την Ελλάδα.
T. Gozta: Δεν είναι η Χούντα που ανακατεύτηκε και σκότωσαν τόσα άτομα και ύστερα στις 20 του μηνός άρχισε η εισβολή…
Πριν από δεκαπέντε μέρες ήθελαν…να φάνε τον Μακάριο. Αν οι φανατικοί άφηναν το Μακάριο και δεν ήθελαν να τον φάνε, με το νου του, σήμερα στην Κύπρο δεν θα έβρισκες ούτε ένα Τούρκο. Ένα Τούρκο δεν θα έβρισκες. Όλοι θα έφευγαν…με τη θέληση τους.…
Γυναίκα του: Γιατί; …
T. Gozta: Ο Μακάριος ήθελε να φύγουν…
Ερευνήτρια: Με όλα αυτά που ακούατε εσείς σας άρεσε;…
T. Gozta: Όχι φυσικά. Αλλά σου εξήγησα. Σε κρατάνε σε μια μάντρα μέσα και δεν σε αφήνουν να φύγεις. Ας πούμε από την Πόλη δεν μας άφηναν να έρθουμε Λευκωσία. Διότι έξω από την Πόλη είχε αστυνομία και μας έλεγχε, μας ρωτούσε τι γυρεύουμε εκτός. Στους νέους έλεγαν ‘να πάτε στην… Καρπασία να γίνετε στρατιώτες ή να κάνετε όπλα. Όλη μέρα έπρεπε να ήμασταν…μέσα σε εκείνη την περιοχή. Τι να κάνεις. Βαρέθηκαν τα πλάσματα και όταν τους δινόταν η ευκαιρία να φύγουν να πάνε σε άλλο κράτος πήγαιναν…ειδικά χωρίς λεφτά, έφυγαν πολλοί…
Ερευνήτρια: Οι νέοι ειδικά;…
T. Gozta: Ναι, οι νέοι. Ναι. Οι Νέοι. Όταν στις 15 έγινε …η εισβολή της Χούντας να σκοτώσουν τον Μακάριο…εμείς φοβηθήκαμε. Τώρα λέμε… θα μας σκοτώσουν και μας. Στην περιοχή μας  είχαμε…ένα μικρό στρατό με λίγα όπλα. Είπαμε να περιμένουμε για να δούμε τι θα γίνει. Περιμέναμε, περιμέναμε, μια, τρεις, πέντε μέρες…Το σπίτι μας ήταν εδώ  στο κάτω μέρος και εκεί έμενε και ένας Έλληνας παπάς…
Γυναίκα του: Για αυτό μάθαμε τα Χριστιανικά…Από το ’74 όταν πήγα στην Πόλη ρώτησα και μαράζωσα και έκλαιγα όταν μου είπαν ότι πέθανε ο παπάς.
T. Gozta: …Ήταν συχνοί και δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Αλλά τα κάνουν άλλοι και όλοι τραβούν. Εκείνη την ημέρα που έλεγε το ράδιο ότι έγινε η εισβολή ήρθαν…
Ερευνήτρια: Που ήσασταν εσείς εκείνη τη μέρα;
T. Gozta: Στην Πόλη Χρυσοχούς. Είμαστε από εκεί.
Ερευνήτρια: Ναι.
T. Gozta: Εκείνη τη μέρα της εισβολής φύγαμε από το σπίτι μας στην Πόλη και πήγαμε στο σχολείο…Δεν μπορούσαμε να φύγουμε από πουθενά γιατί ήταν γεμάτο Έλληνες. . Όταν ήρθαν αεροπλάνα κλπ η γειτόνισσα μας ήρθε λέγοντας ‘καλά να τους κάνουν, καλά να τους κάνουν διότι έφαγαν ο ένας τον άλλον και…να μην μας κάνουν τίποτε εμάς’... Είχαν αρχίσει να… φοβούνται από εμάς οι Έλληνες. Εμείς ξέρεις ήμασταν όπως ήμασταν σε μια κούπα, εκείνοι χιλιάδες και άρχισαν να φοβούνται από μας… Της λέω ‘προς το παρόν δεν ξέρουμε εμείς τι θα απογίνουμε αλλά  εσείς στο σπίτι σας στην περιοχή σας μην φέρετε ανθρώπους με όπλα. Διότι αν έρθουν και δουν ότι έχετε όπλα θα σκοτώσουν και εκείνους…και σας’…Πέρασαν δύο-τρεις μέρες γίνεται η εισβολή από πάνω στην Κερύνεια, αλλά δεν ξέραμε τίποτε άλλο… δεν είχαμε νέα.
Ερευνήτρια: Δεν είχατε…ράδιο…να ακούατε;…
T. Gozta: Ούτε τηλέφωνα… . Περιμέναμε και εμείς να δούμε τι θα γίνει λέγαμε μακάρι να έρθουν … λίγοι από μας να μας βοηθήσουν μήπως και μας σκοτώσουν αλλά τίποτα. Τελευταία μέρα είπαν ότι θα έκαναν…ανακωχή. Τίποτα. Μείναμε στη μέση και δεν ξέραμε τι να…κάνουμε. Ύστερα την ίδια μέρα όταν έγινε η απόβαση…ήρθαν… τα Ηνωμένα Έθνη και μας είπαν να παραδοθούμε  γιατί αν δεν παραδινόμασταν …θα έρχονταν να μας σκοτώσουν. Έπρεπε να μαζέψουμε όσα όπλα είχαμε…και να τους τα πάρουμε  …για να μην μας κάνουν τίποτε. Τους λέω ‘εμείς να δώσουμε τα όπλα μας αλλά εσείς μας το εγγυάστε …ότι δεν θα μας κάνουν τίποτε; Τώρα ας πούμε ήρθαν και με πήρανε τι θα κάνατε εσείς;’ ‘Θα πάρω εκεί το μολύβι να γράψω το όνομα σου για να το έχουμε κοντά μας’, μου λέει ο ένας. ‘Αν έρθουν και μας σκοτώσουν τι θα εξυπηρετήσουν τα ονόματα μας;’ του λέω. ‘Δεν έχεις τη δύναμη να με σώσεις, ή…να με βοηθήσεις γι’ αυτό το όπλο μου θα μείνει εδώ’, του λέω.
Ερευνήτρια: Έπρεπε να παραδοθούν όλοι ή μόνο οι Τούρκοι;
T. Gozta: Όχι όλοι. Οι Τούρκοι. Δεν μας εγγυήθηκαν όμως ότι θα μας έσωζαν σε περίπτωση που γινόταν κάτι. . Ύστερα από δυο-τρεις  σκότωσαν καμιά δεκαριά άτομα . Από μικρά μωρά 10 χρονών μέχρι 70, άντρες και γυναίκες τους πήραν όλους…
(Διακοπή)
Γυναίκα του: Ένας αξιωματικός……Έλληνας. Αυτός διέταξε όλο το στρατό…να μην κάνουν τίποτα στους υπόλοιπους. ‘Αυτοί που πέθαναν, πέθαναν. Ούτε μωρά ούτε γυναίκες να πειράξετε’, τους είπε. Ήταν πολύ καλός…
T. Gozta: Όταν άρχισε ο πόλεμος…
Γυναίκα του: Τον ευχαριστούμε πολύ. Δεν ξέρω το όνομα του.
T. Gozta: Δεν είδαμε εμείς…πόσους σκότωσαν, πόσοι πέθαναν. [Μετά μάθαμε.] Εμείς οι νέοι φύγαμε…στα δάση, στα άλλα τούρκικα χωριά και εκείνοι που έμειναν, μεγάλοι και μωρά, τους πήραν αιχμάλωτους σε άλλο τόπο. Έμειναν καμιά μέρα εκεί μέσα εκεί ύστερα εκτός από τους γέρους και άρρωστους που τους άφησαν, όλους τους υπόλοιπους δηλαδή τους πολλούς περίπου 1000 άτομα τους έστειλαν στην Πάφο στο Κτήμα …πώς τα λέτε αυτά που βάζουν τους αιχμάλωτους μέσα και κάνουν διάφορα;…
Ερευνήτρια: Καταναγκαστικά έργα σε…στρατόπεδα;…
T. Gozta: Στρατόπεδα αλλά για τους αιχμάλωτους… Ήταν κρατούμενοι και……σε κάθε κάμαρη έμεναν πενήντα, εξήντα, εκατό άτομα περίπου. Αν μέναμε θα μας έπαιρναν και εμάς…αιχμάλωτους. Ευτυχώς που πήγαμε στα δάση και μας ακολούθησαν...
Ερευνήτρια: Η οικογένειά σας πού ήταν;
T. Gozta: Μείνανε όλοι στο σπίτι στην Πόλη, μόνο εγώ έφυγα…Βασικά μόνο οι άντρες είχαν φύγει. Όταν έφυγα και πήγα στο άλλο χωριό δεν ήξερα αν η γυναίκα μου και τα τρία μου μωρά ζουν.
Γυναίκα του: Και εγώ δεν ήξερα αν ζούσε ο άντρας μου.
T. Gozta: Δεν ξέραμε διότι για πέντε-έξι ώρες έπεφταν οι σφαίρες σαν…  χαλάζι. Εκεί δεν είσαι σίγουρος τι θα απογίνει κάποιος.
Γυναίκα του: Ποιός πέθανε, ποιός έμεινε δεν ξέραμε. Ούτε εγώ ούτε κανένας δεν ήξερε…
(Διακοπή)
T. Gozta: Εμείς πήγαμε πάνω σε εκείνο το χωριό όπως σου είπα [και κατά τη διάρκεια του πολέμου] τα Ηνωμένα Έθνη έφυγαν από το χωριό. Την επόμενη μέρα που τέλειωσε ο πόλεμος ήρθαν πάλι πίσω στο χωριό που μέναμε εμείς. Τα Ηνωμένα Έθνη ήταν απέναντι από το σπίτι μου στην Πόλη και κάθε μέρα με έβλεπαν, με γνώριζαν…Όταν με είδαν λοιπόν στο χωριό αυτό ήρθε ο ένας και μου λέει, ‘μην έχεις έγνοια. Είδα τα μωρά σου και τη γυναίκα σου και είναι όλοι καλά’. ‘Εντάξει και εσύ πες της γυναίκας μου ότι είμαι και εγώ καλά’, του λέω …
Ερευνήτρια: Πόσων χρονών ήταν τα μωρά τότε;…
Γυναίκα του: Ο μεγάλος ήταν 7 χρονών…
T. Gozta: Ο άλλος 5 και η άλλη 5…
Γυναίκα του: Είχαμε μια κόρη και δύο γιούς. Και το άλλο ήρθε πιο μετά…
Ερευνήτρια: Αυτόν που γνώρισα;…
T. Gozta: Ναι……
Ερευνήτρια: Οπότε μάθατε ότι ήταν όλοι καλά.…
T. Gozta: Ναι… Μέσα σε εκείνο το χωριό που μείναμε είχε περίπου καμιά εκατοστή-διακοσιά άτομα και εμείς που πήγαμε περίπου άλλα διακόσια άτομα …Δεν ξέραμε πού να φάμε, πού να κοιμηθούμε και γενικά τι να κάνουμε. Οι κάτοικοι του χωριού δεν  είχαν να φάνε οι ίδιοι πώς να τάιζαν και τους ξένους. [Η λύση μας] ήταν τα σύκα και διάφορα άλλα…Ήταν σκληρές οι συνθήκες εκεί. Τραβήξαμε πολλά…
Ερευνήτρια: Πόσες μέρες δηλαδή μείνατε εκεί;
T. Gozta: Εμείναμε περίπου...  ως …τη δεύτερη εισβολή που έγινε τον Αύγουστο…
Ερευνήτρια: Είχε άτομα που έμαθαν ότι έχασαν τις οικογένειες τους, που σκοτώθηκαν οι δικοί τους;…
T. Gozta: Καλό. Ναι, είχαμε ακούσει αλλά τι να κάμουμε…
Γυναίκα του: Έξι άτομα πέθαναν.
T. Gozta: …Όταν έγινε η εισβολή και πέρασε λίγος καιρός …δεν αντέχαμε στο χωριό εκείνο χωρίς φαΐ και νερό και αποφασίσαμε με τρεις συγχωριανούς μου…  από την Ανδρολίκου να πάμε στην Ανδρολίκου. Για να πάμε όμως εκεί έπρεπε να στρίψουμε πάλι από την Πόλη πίσω. Δεν ξέραμε ούτε αν έχει αστυνομία ούτε τίποτα οπότε θα πηγαίναμε στην τύχη... Εκείνο ήταν χωριό μας, χωριό της μάνας μου και του μπαμπά μου. Η γυναίκα μου ήταν στην Πόλη.
Ερευνήτρια: Αλλά τότε…η μάμα σου, ο παπάς σου ήταν ακόμα Ανδρολίκου;
T. Gozta: Ναι, ήταν Ανδρολίκου μέχρι το τέλος. Συμφωνήσαμε τελικά να φύγουμε νύχτα. Εμείς ξέραμε ότι κοντά στην Πόλη είχε ένα μεγάλο στρατόπεδο και έπρεπε να ήμαστε πολύ προσεκτικοί να μην μας δουν γιατί αλλιώς θα μας σκότωναν. Έτσι είπαμε και έτσι κάναμε. Σηκωθήκαμε μια νύχτα και γύρω στα μεσάνυχτα που δεν είχε φεγγάρι  πήγαμε από την Πελαθούσα έξω από την Πόλη περπατώντας περίπου για πέντε- έξι ώρες μια απόσταση 10-15 μιλιών. Φτάσαμε στην Ανδρολίκου……Ένας από τους φίλους μας λέει, ‘αυτό το σπίτι είναι του θείου μου. Θα πάω να τον ρωτήσω μήπως και έχει στρατιώτες κοντά αλλιώς να επιστρέψουμε πίσω’…Τώρα θα γελάσεις. [Γελά]…Η ώρα τρεις-τέσσερεις το πρωί του κτυπά την πόρτα…’Ρε τσαούση’, του λέει …
Ερευνήτρια: Ο τσαούσης είναι ο αστυνομικός;
T. Gozta: Ναι, αλλά ήταν τα παρατσούκλι του τσαούσης…Ο θείος του λοιπόν μας είπε ότι είχε ακούσει ότι κάποτε όταν ερχόταν η αστυνομία οι χωριανοί φοβούνταν και πήγαιναν στον ποταμό να κρυφτούν για να μην τους βρουν [γελά]… ‘Μην φοβάστε και δεν έχει κανένα εδώ. Κάποτε έρχεται ένα Λάντ Ρόβερ της αστυνομίας κάνει μια βόλτα αλλά δεν έχει στρατιώτες ή αστυνομία στο χωριό’, λέει…
Ερευνήτρια: Σας έκανε πλάκα για το ποτάμι δηλαδή. Απλά αστείευε.
T. Gozta: Ναι. Τέλος πάντων μείναμε στο χωριό εκείνο, αλλά  φοβόμασταν κιόλας. Ναι μεν ήμασταν χωριανοί αλλά ήξεραν όλοι ότι μέναμε στην Πόλη και ήμασταν ξένοι. Διερωτούνταν γιατί είχαμε πάει εκεί και για ποιο σκοπό …και έτσι αρχίσαμε να φοβούμαστε και από τους δικούς μας…Εκεί είδαμε πολλούς Έλληνες που μένουν στα άλλα κοντινά χωριά να έρχονται να αγοράζουν τρόφιμα όπως αρνί που αλλού ήταν 5 λίρες και τους το  πουλούσαν εδώ 1 λίρα. Τα πλάσματα μάχονταν να βρουν μια λύση, να βρουν μια αφορμή για να φύγουν από το χωριό και να έρθουν…διότι είχε γίνει κάτι που θα σου πω τώρα… Όταν έγινε …πόλεμος στην Πόλη  …ήρθε ένα Λάντ Ρόβερ με Έλληνες αστυνομικούς σε αυτό το χωριό για να κάνουν φασαρίες. …Όταν οι χωριανοί είδαν ότι έρχεται ένα Λάντ Ρόβερ  άρχισαν και τους έριχναν πυροβολισμούς. Ο σατανάς να ρίξεις εκατό δεν τον βρίσκεις …Τον βρήκε όμως αυτόν  και τον σκότωσε.…Έτσι μας εξήγησαν και εμάς……Πέρασε η νύχτα και την επομένη πήγαν εκεί και τον βρήκαν νεκρό στο αυτοκίνητο.…Αυτό όμως που δεν ήξερε κανένας ήταν το πότε είχε πεθάνει αυτός. Από τις σφαίρες που του έριξαν ή από πριν; Υποψιάζονταν ότι τον βρήκαν ήδη νεκρό στην Πόλη και τον έφερναν εκεί στο χωριό...
Όταν τον βρήκαν λοιπόν άνοιξαν ένα λάκκο να τον θάψουν να μην μείνει έτσι. Τον έθαψαν, αλλά ήρθαν κάποιοι άλλοι και είπαν είναι καλύτερα να τον έβγαζαν μήπως τον γυρέψουν. Τελικά τον έβγαλαν…Το πουκάμισο του είχε αίματα και ένα σελίνι ήρθε και κόλλησε πάνω στο  μέτωπο του…Τον άφησαν εκεί και ήρθε η αστυνομία, τον έπιασαν , τον κοιτάζουν, ο άνθρωπος νεκρός, αλλά ‘εκείνο το σελίνι, τι του το έβαλαν εκεί; Μήπως το έβαλαν εκεί για σημάδι να τον πυροβολήσουν;’ λένε οι Έλληνες.
Ερευνήτρια: Ήταν κολλημένο πάνω στο μέτωπο;
T. Gozta: Ναι…κόλλησε εκεί….
Ερευνήτρια: Οι Τούρκοι πήγαν να τον θάψουν και όταν τον ξέθαψαν το βρήκαν;
T. Gozta: Ναι…Και μετά ήρθαν οι Έλληνες αστυνομικοί…  και έγινε όπως σου είπα.
Γυναίκα του: Εμείς ακούσαμε ότι ήταν ΕΟΚΑβητατζίδες.
Ερευνήτρια: ΕΟΚΑ Β’. Δηλαδή τον είχαν σκοτώσει Έλληνες και τον έφερναν στο χωριό…για να φταίξουν οι Τούρκοι…
Γυναίκα του: Ναι.
T. Gozta: Έτσι η υπόθεση έγινε. Την επόμενη μέρα ήρθαν καμιά εκατοστή στρατιώτες στο χωριό και μάζεψαν διάφορους, τους έδειραν και τους πολλούς τους έπιασαν αιχμάλωτους και έφυγαν.
Στη μέση του χωριού είχε ένα μεγάλο πεύκο. Πάνω σε εκείνο τον πεύκο είχε μια σημαία τούρκικη. Εκεί είχε δύο νέους. Ένας Έλληνας αξιωματικούς λέει στον ένα ‘γρήγορα, γρήγορα βγες εκεί πάνω και κατέβασε τη σημαία’ …Του λέει ο Τούρκος, ‘εγώ δεν μπορώ να βγω’. Ήταν μαθητής αυτός και σπούδαζε να γίνει γιατρός. Άλλα δύο χρόνια και θα τέλειωνε. ‘Πώς να βγω εκεί πάνω;’ λέει. ‘Βγες, βγες και στην ανάγκη θα σε κατεβάσω σε ένα λεπτό’, του λέει ο αξιωματικός. Τι να κάνει… σιγά, σιγά βγήκε έβγαλε την σημαία και περίμενε πότε θα τον πυροβολούσε για να πέσει κάτω, αλλά δεν τον πυροβόλησε. Όπως σου είπα τους περισσότερους άντρες τους έπιασαν αιχμάλωτους. Είχαν μείνει οι γυναίκες και γι’ αυτό έρχονταν από τα άλλα ελληνικά χωριά. Έρχονταν και αγόραζαν όσα, όσα τα κοπάδια τους, τις αγελάδες τους και…ότι είχαν.
Ερευνήτρια: Εκμεταλλεύτηκαν δηλαδή το ότι ήθελαν να φύγουν οι Τούρκοι…
T. Gozta: Μάλιστα. Σύμφερε και στους Έλληνες αλλά και στους Τούρκους που ήθελαν να φύγουν και να τα ξεφορτωθούν. Κάποιοι ήθελαν να μείνουν. Από την Πόλη στην Ανδρολίκου πηγαινοέρχονταν αυτοκίνητα και κόσμος, ειδικά γυναίκες …
Ερευνήτρια: Δεν είχε κανένα πρόβλημα να πηγαινοέρχονται;…
Γυναίκα του: Έπρεπε να βγάλεις άδεια …Δεν είχαμε να φάμε τίποτα ούτε να ταΐσουμε τα μωρά μας. Δεν μας έδιναν να φάμε ούτε ψωμί. Κάποτε περνούσαν και έδιναν. Ο μπαμπάς μου το είπε στον αξιωματικό…και μας άφησε να περάσουμε. Αλλιώς δεν μπορούσαμε να πάμε από την Πόλη στην Ανδρολίκου χωρίς άδεια…
Ερευνήτρια: Πήρατε δηλαδή άδεια γιατί δεν είχε φαΐ να φάτε και πηγαίνετε στην Ανδρολίκου.
T. Gozta: Ναι, πήγαιναν από την Πόλη στην Ανδρολίκου και έπαιρναν φαγητό από εκεί.
Γυναίκα του: Ναι αλλά ο άντρας μου δεν το ήξερε.
Ερευνήτρια: Δεν τον είδες;
T. Gozta: Όχι. Πέρασαν δύο μήνες…
Ερευνήτρια: Παρόλο που ερχόταν στο χωριό …δεν βρεθήκατε;
Γυναίκα του: Όχι.
T. Gozta: Πήγα εγώ και την βρήκα στην Πόλη και μείναμε…καμιά βδομάδα μαζί. Μετά φύγαμε πάλι από κει και ήρθαμε πίσω μαζί στην Ανδρολίκου…Ήρθε ένας άνθρωπος που αγόραζε άχυρα. Του λέμε, ‘δεν μας παίρνεις μέσα στα άχυρα από δω …στη Λευκωσία στην τουρκική πλευρά;’ ‘Σας παίρνω’, μας λέει. Μας λέει, ‘προηγουμένως, …τον καιρό της ΕΟΚΑ, οι Εγγλέζοι μάχονταν να τους πιάσουν και δεν μπορούσαν διότι έμπαιναν μέσα στα άχυρα. Έφευγαν από την Λευκωσία, πήγαιναν στη Λεμεσό και από τη Λεμεσό πήγαιναν Πάφο’. Του προτείναμε λοιπόν να του γεμίσουμε το αυτοκίνητο άχυρα  και να του δώσουμε για το κάθε άτομο 100 λίρες. Αυτός συμφώνησε … Το φορτηγό είχε  περίπου ένα μέτρο τσίγκο από πάνω και κάγκελα από σίδηρο. Κοντά στα κάγκελα ή στους στύλους έβαλε σανίδια έτσι [δείχνει] από πάνω, άφησε μια τρύπα όπως μπαίνουν οι αλεπούδες και από πάνω έβαλε περίπου εκατό σακούλες πάλι έτσι  και τα πλάσματα έμπαιναν εκεί μέσα. Εκείνο τον καιρό είχε καμιά δεκαριά άτομα στο χωριό που σπούδαζαν …στην Τουρκία. Μας είπαν ότι ήθελαν να πάνε αυτοί πρώτα  και αν πήγαιναν και δεν έχει κανένα πρόβλημα θα μας τηλεφωνούσαν…Τα τηλέφωνα δούλευαν. Αν τους τσάκωναν θα έλεγαν ότι ήταν φοιτητές και έπρεπε να φύγουν για σπουδές. Ύστερα από δύο μέρες μας ειδοποίησαν ότι πήγαν όλα καλά…
Ερευνήτρια: Πήγαν στην Τουρκία;…
Γυναίκα του: Όχι.
T. Gozta: Έφυγαν από την Ανδρολίκου, πήγαν στο Τρόοδος και από εκεί στη Ζώδια. Όταν τους άφησε εκεί αυτοί πέρασαν… στην τούρκικη πλευρά. Μετά από δύο μέρες ήρθε ο άνθρωπος πάλι  αλλά στο χωριό καμιά δεκαριά νέοι χάθηκαν. Ο παπάς μας σκεφτόταν τι μπορεί να έγινε, που πήγαν. Έγινε λίγο σάλος. Είπαμε…του ανθρώπου να πάει πάλι πίσω με γεμάτες τις σακούλες άχυρο αλλά χωρίς κόσμο, άδειος και που θα ξανάρθει να πάμε…άλλη φορά οι υπόλοιποι. Πήγε και μετά από δυο-τρεις μέρες ήρθε. Εκείνο τον καιρό έστειλα την γυναίκα στην Πόλη …στο σπίτι. Ήμασταν δεκατρία, δεκατέσσερα άτομα  πληρώσαμε, μπήκαμε μέσα σε εκείνη τη μάντρα και μας έκλεισε, δεν βλέπαμε που πηγαίναμε. Αλλά επειδή…ξέραμε την περιοχή περίπου καταλαβαίναμε που ήμασταν.
Ερευνήτρια: Ναι. Πού βρήκατε τα λεφτά;
T. Gozta: Οι άλλοι πουλούσαν τρόφιμα …εμένα ο… ο μακαρίτης ο γέρος μου ήταν ο πιο πλούσιος του χωριού οπότε είχαμε λεφτά.
Ερευνήτρια: Ο γέρος σου είπες; Ο μπαμπάς σου δηλαδή;
T. Gozta: Ναι.
Ερευνήτρια:. Τι δουλειά έκανε ο μπαμπάς σου;
T. Gozta: Ήταν…γεωργός.
Ερευνήτρια: Μάλιστα.
T. Gozta: Γεωργός και βοσκός. Είχαμε και κοπάδια. Το ίδιο και οι άλλοι……Δεν είχε άνθρωπο που δεν μπορούσε…να βρει 100 λίρες……Τέλος πάντων  μπήκαμε εμείς από κει ήρθαμε  από την Ανδρολίκου στο Κτήμα. Εκεί δεν ξέραμε τους τόπους.
Ερευνήτρια: Ξέρω που είναι το Κτήμα. Στην Πάφο έτσι;
T. Gozta: Στην Πάφο, ναι. Εκεί όταν ήρθαμε στο Κτήμα  στάθηκε το αυτοκίνητο. Ακούσαμε να έρχεται ένα Λάντ Ρόβερ…από τον ήχο του μπορούσαμε να διακρίνουμε αν ήταν Λαντ Ρόβερ… Ακούσαμε να λένε, ‘πήραμε πληροφορίες ότι βάζεις Τούρκους μέσα στο άχυρο και τους παίρνεις από κει.’ Λέει ο οδηγός, ‘μα πώς! Όχι ποτέ!’ ‘Κατέβασε τις σακούλες κάτω και…να ερευνήσουμε’, του λένε. Εν τω μεταξύ εμείς……ακούαμε και ήμασταν εκεί μέσα τρομοκρατημένοι. Λέμε ως εδώ ήταν…Ο οδηγός λέει, ‘πόθεν να κατεβάσω εκατό σάκους κάτω και να τους… ξαναβάλω;’…’Να τα κατεβάσεις’, του λένε. Άρχισε να λύνει τα σχοινιά… Εκείνο τον καιρό ήταν 6 του……Νοέμβρη. Μέσα εκεί στα άχυρα καήκαμε… Έτσι όπως καθόμασταν δεν βολευόμασταν γιατί δεν είχε χώρο και ήμασταν κοντά, κοντά έξι-εφτά άτομα από τη μια πλευρά και έξι-εφτά από την άλλη. Ούτε μπορούσαμε να ταράζουμε τα πόδια μας αλλά ούτε τα χέρια μας. Όπως τις κούκλες μείναμε ακίνητοι. Όταν ακούσαμε ότι θα κατέβαζαν τις σακούλες φοβηθήκαμε πολύ, γιατί υπήρχε περίπτωση να μπήξουν καμιά σούβλα  …για να ελέγξουν οπότε όποιος ήταν σε λάθος θέση θα σουβλιζόταν.
Ερευνήτρια: Ναι.
T. Gozta: Έτσι όπως είχαμε στριμωχτεί από το φόβο μας ακούσαμε ένα δεύτερο αυτοκίνητο Λάντ Ρόβερ να έρχεται. Άρχισε ο οδηγός μας και έλεγε σ’ αυτούς, ‘μα πότε θα κατεβάσω όλα αυτά;’ μάλλον θα τους γνώριζε, αλλά δεν το ξέρουμε. ‘Άντε, άντε πήγαινε’, του λέει και άρχισε πάλι να δένει τις σακούλες. Μας πήρε στο Τρόοδος. Πήγε σε ένα τόπο σταμάτησε και ήρθε να μας μιλήσει. Μας λέει, ‘ευτυχώς που γλυτώσαμε. Του λέμε, ‘κάποιος μας πρόδωσε. Γρήγορα, γρήγορα να φύγουμε’. …Όχι δεν μπορώ να φύγουμε’, λέει. Ήταν 10 η ώρα τη νύχτα νομίζω…
‘Η ώρα 3:30 μπορώ να πάω σε εκείνο τον τόπο’, λέει……. ‘Θα βγει η ψυχή μας εδώ μέσα, διψάσαμε’, του λέω. …Είχε και ένα μωρό μαζί του και λέει, ‘να κοιμίσω το μωρό και…έρχομαι να σας ανοίξω’. Πήγε, περιμένουμε μια, δύο ώρες και δεν ερχόταν. Θα πεθαίναμε εκεί μέσα. Κλωτσήσαμε τις σακούλες, άνοιξε μια σακούλα, βγήκαμε έξω  πήγαμε πάνω πέσαμε, οι άλλοι έμειναν από κάτω…Τέλος πάντων. Η ώρα 3:00 ήρθε. ‘Εντάξει…να φύγουμε’, λέει. Μας έβαλε πάλι μέσα, μας έκλεισε,  μας πήρε στο δρόμο του Αστρομερίτη και σταμάτησε. Μας κατέβασε εκεί στο δρόμο και μας λέει, ‘να πάτε έτσι κάτω από εκείνα τα φώτα, πάνω μην πάτε γιατί έχει στρατιώτες Έλληνες’… Για να πας στην τούρκικη πλευρά από εκεί έπρεπε να περπατήσεις περίπου 15 μίλια. Δεν ήταν καθόλου κοντά.
Ερευνήτρια: Ναι. 
T. Gozta: …Περπατήσαμε μέσα από τα χωράφια αλλά δεν ξέραμε που πηγαίναμε. Φοβόμασταν μήπως και οι Τούρκοι στρατιώτες μας πυροβολούσαν. Συμφωνήσαμε να πάμε μόνο τρία άτομα εκεί κάτω που είναι τα φώτα και να στείλουμε πρωί, πρωί ένα άλλο αυτοκίνητο διότι ο καθένας μας κουβαλούσε μια μικρή τσάντα με ρούχα. Πήγαμε πεζοί σιγά, σιγά στο χωριό Ελιά. Η Ελιά είναι κοντά στην περιοχή της Λεύκας. Εκείνη την ώρα άνοιξε ένας καφενές. Ρωτήσαμε αν είχε αστυνομία ή στρατόπεδο εκεί και μας είπαν ότι είχε ένα στρατόπεδο της Τουρκίας και πήγαμε εκεί. Τους είπαμε ότι ήμασταν δεκαπέντε άτομα και ήρθαμε  από την Πόλη…
(Διακοπή)
Μας λένε……’μέσα σε εκείνη την περιοχή έχει τόσους Τούρκους στρατιώτες’. Τους λέμε ‘ούτε στρατιώτες είδαμε ούτε τίποτα. Φαίνεται κοιμήθηκαν γιατί αν μας ένιωθαν… θα μας πυροβολούσαν’...
Ερευνήτρια: Γιατί; Επειδή δεν θα καταλάβαιναν ποιοί είστε;  
T. Gozta: Ναι. Η περιοχή μου ήταν στρατιωτική περιοχή.
Ερευνήτρια: Ναι.
T. Gozta: Πρέπει να είχαμε ευχή από κάποιον και γλυτώσαμε…Ύστερα πήγαμε και κάναμε αίτηση στον Ντενκτας ότι η γυναίκα μου ήταν από δω… και ότι έμενε στην Πόλη…χωρίς φαγητό και νερό…Μετά από μια βδομάδα ο Ντενκτάς με γύρεψε. Μου λέει, ‘να κάνεις μια λίστα ποιοί ήταν αυτοί που ήρθατε και ποιούς πήραν αιχμάλωτους και πόσα άτομα έμειναν, γυναίκες κλπ’……Όταν έφερναν εκεί κάποιους αιχμάλωτους στην περιοχή μας, την έδωσαν στη Μόρφου στους πολίτες. Ήρθαν οι άνθρωποι στην Μόρφου πήραν όλοι από ένα σπίτι μα οι γυναίκες και τα μωρά τους ήταν …στην Πάφο. Εκείνη τη μέρα… έκανε ο Ντενκτάς μια συμφωνία με τον Κληρίδη. Ο Κληρίδης ήθελε από το Ντενκτάς κάτι αξιωματικούς στην Κερύνεια. Ο Ντενκτάς τους είπε ότι είχε και μας καμιά δεκαπενταριά γυναίκες που οι άντρες τους ήταν…αιχμάλωτοι …και ήρθαν από δω, αλλά οι γυναίκες τους έμειναν από κει. Τελικά συμφώνησαν ο ένας πήρε πίσω τους αξιωματικούς και όταν δώσαμε και εμείς τη λίστα μετά από δύο-τρεις μέρες έδωσαν άδεια στις γυναίκες να έρθουν πίσω στους άντρες τους…Αλλά εμείς σκέψου. Κάναμε καινούργιο σπίτι και δεν κάτσαμε πέντε μήνες μέσα…
Ερευνήτρια: Στην Πόλη.
T. Gozta: Στην Πόλη…Ήρθα να μου δώσουν ένα σπίτι και μου έδωσαν πέντε σπίτια να διαλέξω ένα. Πάω δεν είχε τίποτα. Όλα κρατημένα. Ήταν κάτι βίλλες, όμορφα σπίτια.
Γυναίκα του: Ήταν πολύ ωραία σπίτια.
T. Gozta: Μου έδειξαν ένα το οποίο δεν ήθελα. ……Ήθελα τα άλλα τα σπίτια που ήταν κρατημένα... Διότι έφευγε…μια οικογένεια ας πούμε από την Πόλη ή από άλλο χωριό, ήταν πέντε άτομα σε ένα σπίτι και έρχονταν και έπαιρνε ο καθένας από ένα σπίτι. Δεν… ήταν λογικά αυτά που έκαναν …Για την περιοχή μας έκαναν μια λίστα…Τους Πολίτες τους έστελλαν στη Μόρφου…και τους Λεμεσιανούς στην Κερύνεια…Η λίστα  με τους Πολίτες ήταν εκατό άτομα, οι τριάντα πήγαν Μόρφου, είκοσι πήγαν Λευκωσία… και Βαρώσι δηλαδή…  μπερδεύτηκαν. Δεν πήγε όλο το χωριό …σε ένα τόπο. Δεν έγινε σωστή κατανομή  και εγώ δεν βρήκα το σπίτι που ήθελα. Μετά άρχισα να ψάχνω για δουλειά στη Λευκωσία…
Ερευνήτρια: Οπότε εννοείς εκείνοι που πήγαν Μόρφου όμως έπαιρναν σπίτι…
T. Gozta: …και περίμεναν να έρθουν οι γυναίκες τους.
Ερευνήτρια: Εντάξει. Αλλά μου είπες ότι έπαιρνε…μπορεί μια οικογένεια πενταμελής πέντε σπίτια…είχαν να διαλέξουν.
T. Gozta: Ναι, γιατί είχε χίλια σπίτια ας πούμε εκεί…Πήγαν… διακόσια άτομα και διάλεγαν το καλύτερο, όποιο ήθελαν. Ήταν σαν να πήγαινες στο σουπερμάρκετ και αγόραζες ένα σάκο ζάχαρη ή ρύζι. Δηλαδή τα έκαναν εμπόριο τα σπίτια …Αλλά αυτός είναι ο πόλεμος… Εμείς δεν βρήκαμε από κει σπίτι και μετά εγώ βρήκα δουλειά στη Λευκωσία. Λέω θα βρω στη Λευκωσία ένα σπίτι. Βρήκα την τελευταία μέρα σπίτι, αλλά πήγα να μπω μέσα και ήταν πανηγύρι… Είχαν βγάλει τις πόρτες και τα παράθυρα. Ήρθε η γυναίκα μου από κει που έκαναν τη συμφωνία…με τους Πολίτες, οι άλλες γυναίκες με τον άντρα τους πήραν όμορφα μεγάλα σπίτια στη Μόρφου και εμείς δεν είχε σπίτι να τη βγάλουμε και πήγαμε στο ξενοδοχείο και…πληρώσαμε. Πολλοί κέρδισαν και πολλοί έχασαν.
Ερευνήτρια: Ήταν σαν κουμάρι δηλαδή.
T. Gozta: Ναι…
Ερευνήτρια: Όποιος προλάβει, πρόλαβε.
T. Gozta: Εγώ ήμουν σοκαρισμένος ότι μπορεί μέσα σε εκείνο τον πόλεμο να φάω μια σφαίρα και να πεθάνω …… Τέλος πάντων ας μην πούμε άλλα. Μια άλλη φορά …  λέμε και τα υπόλοιπα.
Ερευνήτρια: Εντάξει. Να ξαναμιλήσουμε…και θέλω να ακούσω και τη…γυναίκα σου.
T. Gozta: Ναι…