
Πώς ζούμε (σ)τις πόλεις μας;

Ο Βύρων Ιωάννου, Πρόεδρος του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, εξηγεί γιατί είναι απαραίτητος ο ριζικός αναστοχασμός στη δόμηση των πόλεων μας.
«Όποια ή όποιος διαθέτει στοιχειώδη πολεοδομική αντίληψη, μπορεί να κατανοήσει ότι η διαχρονική γαλαντομία με την οποία επεκτείνονταν οι ζώνες ανάπτυξης ικανοποιούσε μεν τους ευσεβείς πόθους των ιδιοκτητών γης, αποτελεί δε τη ρίζα δύο μεγάλων προβλημάτων της ανάπτυξης γης: του στεγαστικού και του κυκλοφοριακού», αναφέρει ο Καθηγητής Πολεοδομίας Βύρων Ιωάννου, σχολιάζοντας την αστική πυκνότητα που προνοείται στα νέα τοπικά σχέδια τεσσάρων κυπριακών πόλεων: της Λευκωσίας, της Λεμεσού, της Λάρνακας και της Πάφου. «Η ανάπτυξη γης εξάπλωσε υπέρμετρα τις πόλεις, και μας μετέτρεψε σε δέσμιους του αυτοκινήτου, ενώ τσιμέντωσε την αδρανή γη μετατρέποντάς την από ευκαιρία ανάπτυξης σε ένα ελκυστικό επενδυτικό προϊόν.»
Σχολιάζοντας ότι ευτυχώς πληθαίνουν, και μεταξύ των επαγγελματιών ανάπτυξης γης, οι απόψεις που ευθυγραμμίζονται με τις διεθνείς και ευρωπαϊκές δεσμεύσεις για το περιβάλλον, την ενέργεια και τη βιοποικιλότητα και αντιτείνουν, στη συνεχή κατάληψη της φύσης και της πολύτιμης γεωργικής γης, την αύξηση των πυκνοτήτων, ο Πρόεδρος του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών εξηγεί ότι ενώ η επέκταση των ζωνών ανάπτυξης υπήρξε πάντοτε μια εύκολη, έως και ανέμελη, επιλογή που διόγκωνε και μετέθετε τα προβλήματα από γενιά σε γενιά, η οδός της αύξησης των πυκνοτήτων χρειάζεται προσεκτικό σχεδιασμό και συντονισμένη προσπάθεια για να καρποφορήσει.
«Δύο ιδέες για αύξηση της αστικής πυκνότητας εστιάζουν στον συντελεστή δόμησης και στα λεγόμενα ελάχιστα εμβαδά των οικιστικών μονάδων. Πώς θα διατηρήσω την ποιότητα ζωής και τις ανέσεις μιας γειτονιάς αυξάνοντας τον δυνητικό πληθυσμό της; Σήμερα οι ανέσεις των πυκνοδομημένων κεντρικών οικιστικών περιοχών υποστηρίζονται από τον ανεξάντλητο συντελεστή δόμησης, από την ανάσα, τη θέα του ουρανού και το πράσινο μιας μονοκατοικίας ενός ζεύγους υπερήλικων που ξέμεινε, ή από το κενό οικόπεδο που ευγενώς διατίθεται ακόμα για να παρκάρουμε κάτω από τις ελιές που φύτεψαν περιμετρικά.»
Τι θα γινόταν, λοιπόν, αν πρότυπα κινητικότητας του τύπου «πάω τρεις φορές τη μέρα στο περίπτερο με το αυτοκίνητο» παρέμεναν αμετάβλητα και οι αστικές μας γειτονιές αξιοποιούσαν πλήρως τον συντελεστή δόμησης σε σύγκριση με το μέγιστο 30-40% που έχει δομηθεί σήμερα; Έχουμε επάρκεια σε πράσινο και δημόσιους χώρους;
Όπως λέει ο Καθηγητής: «Σκεφτείτε ότι με το σημερινό σύστημα, αν διαχωρίσω 10 οικόπεδα στη ζώνη Κα10 όπου θα κατοικήσουν συνολικά 30 κάτοικοι σε μικρές επαύλεις, θα παραχωρήσω περίπου 1.000 τ.μ. δημόσιο χώρο πρασίνου, τα ίδια που θα παραχωρήσω και στη ζώνη Κα5, τα οποία όμως αντιστοιχούν σε περισσότερους από 150 κάτοικους, που δεν έχουν κήπους ή αυλές αλλά πλήρως τσιμεντωμένα ισόγεια. Η πολεοδομική λογική για το πράσινο, και για πολλές άλλες παραμέτρους ανέσεων, έμεινε παγωμένη στο cypriot dream των nineties. Τότε το κάθε τυπικό νοικοκυριό κατοικούσε σε πολύ συγκεκριμένη τυπολογία κατοικίας, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος αντιστοίχισης της επιφάνειας πρασίνου γειτονιάς με τον πληθυσμό, όπως έκαναν ανέκαθεν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Υπάρχουν φυσικά και πολλά άλλα που πρέπει να προβλεφθούν. Για παράδειγμα, υποδομές όπως τα σχολεία μας. Πώς θα προσαρμοστούν π.χ. σε ένα διπλασιασμό του πληθυσμού της εκπαιδευτικής τους περιφέρειας; Υπάρχει δυνατότητα για την ανάπτυξη εμπορίου και υπηρεσιών γειτονιάς ή ακόμα και αποθηκών/κέντρων διανομής για το ηλεκτρονικό εμπόριο, που πρέπει να διαθέτει πλέον η κάθε σύγχρονη οικιστική περιοχή; Πώς εξοπλίζεται μια γειτονιά έναντι των κινδύνων από την κλιματική κρίση και τις φυσικές καταστροφές; Πώς οργανώνεται χωρικά η πονεμένη ιστορία της ανακύκλωσης στην πηγή, και πολλά άλλα.»
Σύμφωνα με τον ίδιο, έχει παρέλθει η περίοδος που ενώ εντοπίζονταν οι αστοχίες των υφιστάμενων οικιστικών ζωνών, αφήνονταν στο έλεός τους στην προσπάθεια να βελτιωθούν οι προδιαγραφές των υπό ένταξη. Όπως επισημαίνει: «Η θετική διαφορά στην ποιότητα της πολεοδόμησης μπορεί πλέον να επιτευχθεί μόνο με δομικές αλλαγές στις υφιστάμενες πολεοδομικές ζώνες που να ακουμπούν ιδιοκτησιακά θέσφατα όπως το μικρό δομημένο ή αδόμητο οικόπεδο, τους αφιλόξενους και ασυνάρτητους τοπικούς δρόμους και τους διάσπαρτους χώρους πρασίνου. Μόνο έτσι θα μπορέσουν τα νέα τοπικά σχέδια να δώσουν ένα όραμα στις αστικές γειτονιές με τους μέσους και ψηλούς συντελεστές. Θα μπορέσουν να κάνουν το Καϊμακλί, την Δροσιά ή την Χαλκούτσα, πράσινες και έξυπνες γειτονιές των 15 λεπτών;»
Σε επίπεδο κτιριολογικών προδιαγραφών της κάθε μεμονωμένης οικιστικής ανάπτυξης, πώς επηρεάζει η αύξηση της πυκνότητας;
Ο Καθηγητής απαντά θέτοντας εκ νέου ερωτήματα: «Πόσο σύγχρονη είναι η απαίτηση για έναν χώρο στάθμευσης ανά διαμέρισμα, όταν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση; Δεν είναι τουλάχιστον παράλογο για ένα στούντιο 30τμ, ή για ένα μονάρι των 50τμ, να διατίθενται τουλάχιστον 15τμ στο ισόγειο για στάθμευση; Γνωρίζουμε ότι η ανάγκη, όπου προκύπτει, για υπόγειο χώρο στάθμευσης, είναι πιθανή αιτία, μαζί με την αποθαρρυντική φορολογία, για να παραμένει εντέλει η γη αδρανής στις ζώνες με ψηλούς συντελεστές; Δεν είναι κρίμα το ισόγειο, που οι διεθνείς γκουρού του αστικού σχεδιασμού (Gehl, BIG, κλπ.) αποκαλούν τη βάση (the plinth) της βιώσιμης και ζωντανής πόλης, αντί να είναι ο κοινωνικός χώρος του συγκροτήματος και η βιτρίνα του προς τα έξω, να καταλαμβάνεται πλήρως από σταθμευμένα οχήματα;
Και ναι, η διαμονή σε μικρότερα διαμερίσματα είναι από πολλές πλευρές θεμιτή και λογική ως προσαρμογή στις πραγματικότητες της εποχής μας. Αν θέλουμε όμως να μειώσουμε το δυάρι στα 60τ.μ. και να βάλουμε μια οικογένεια να ζήσει σε αυτό, θα πρέπει η ίδια η ανάπτυξη να παρέχει μια σειρά από κοινόχρηστους χώρους και σεβαστό ιδιωτικό πράσινο που να υποστηρίζουν μια αξιοπρεπή διαβίωση. Η βιβλιογραφία και η πρακτική από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχει πολλά να μας δείξει.»
Εν τέλει, μπορούν τα νέα τοπικά σχέδια να προωθήσουν καινοτόμες κοινωνικά και σύγχρονες τυπολογίες οικιστικών αναπτύξεων; Μπορεί να γίνει ελκυστικότερη και προσιτότερη η απόκτηση στέγης στις κεντρικές αστικές περιοχές από ότι στα προάστια και στους νέους δορυφόρους των πόλεων;
«Θεωρώ πως είναι πολύ δύσκολο. Παρόλα αυτά δεν εισηγούμαι να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά και να συνεχίσουμε να βάζουμε όποιο λόφο, ξηρική καλλιέργεια και αργάκι μας απέμεινε στις οικιστικές ζώνες.
Σε παλαιότερα άρθρα τους, αρκετοί συνάδελφοι εναποθέταμε τις ελπίδες μας σε μια κοσμογονία που θα έφερνε ο νόμος για τον αστικό αναδασμό. Δυστυχώς, με τις προϋποθέσεις που έχουν μπει, μάλλον δεν μπορεί να έχει μια γρήγορη και μαζική εφαρμογή με ορατό αποτύπωμα. Επομένως, τα νέα Τοπικά Σχέδια χρειάζεται να επινοήσουν ή να κινητοποιήσουν εργαλεία και μηχανισμούς έξω από το παραδοσιακό πολεοδομικό πλαίσιο ώστε να προωθήσουν έξυπνα το σενάριο της αύξησης της πυκνότητας, αναβαθμίζοντας παράλληλα την εμπειρία της διαβίωσης στις πόλεις. Αυτό μπορεί να γίνει στρατηγική επιλογή των περιοχών πύκνωσης που να εξοπλιστούν με υποδομές (και αυτές χρειάζονται χώρο), δυνατότητες, ενθάρρυνση της μετακίνησης με εναλλακτικά μέσα και καλό αστικό σχεδιασμό. Δεν μπορεί μια απλή αύξηση συντελεστή να είναι αποτελεσματική χωρίς ειδικά σχέδια και προγράμματα ανάπλασης, χωρίς εξασφάλιση ιδιωτικής γης για δημόσια χρήση, χωρίς μελέτη της οικονομικής βιωσιμότητας και της εφαρμοσιμότητας των μέτρων και των δράσεων. Δεν γίνεται να αυξάνουμε απλά τους συντελεστές χωρίς αυτό να υποστηρίζεται με νέες προδιαγραφές αναπτύξεων, ιδιοκτησίας και χωρίς φορολογικά ή άλλα μη πολεοδομικά κίνητρα.
Σίγουρα μια τέτοια στρατηγική απαιτεί, από την αρχή, την κατανόηση των αναπτυξιακών της προεκτάσεων με την ουσιαστική εμπλοκή του Υπουργείου Οικονομικών. Παρά το ότι το κράτος έπαψε από το 2008 να τυπώνει νόμισμα, γεννά ακόμη συντελεστή δόμησης που είναι πλούτος και ένας πόρος που μπορεί να αξιοποιηθεί για να στηρίξει κάθε φιλόδοξο εγχείρημα αστικής αναγέννησης.»